μετοχικον

μετοχικον
    μετοχικόν
    μετ-οχικόν
    τό грам. причастие Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μετοχικον" в других словарях:

  • μετοχικόν — μετοχικός relating to a partnership masc acc sg μετοχικός relating to a partnership neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοχικός — ή, ό (ΑΜ μετοχικός, ή, όν) [μετοχή] 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται μαζί με κάποιον άλλο, με συμμετοχή, ή αυτός που μπορεί να μετέχει 2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετοχή νεοελλ. 1. αυτός που εκφέρεται με μετοχή («μετοχικός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»